- ὡρηφόρος
- ὡρηφόροςleading on the seasonsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωρηφόρος — ον, Α (ως προσωνυμία τής Δήμητρος) αυτός που φέρνει τις εποχές ή αυτός που φέρνει τους καρπούς κάθε εποχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα «εποχή» + φόρος*] … Dictionary of Greek
ὡρηφόρε — ὡρηφόρος leading on the seasons masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… … Dictionary of Greek